- πολύγομφον
- πολύγομφοςwith many nailsmasc/fem acc sgπολύγομφοςwith many nailsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όδισμα — ὅδισμα, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) δρόμος, μέσο διέλευσης («πολύγομφον ὅδισμα ζυγὸν ἀμφιβαλὼν αὐχένι πόντου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. ισμα, λ. σχηματισμένη κατά τη λ. τείχισμα] … Dictionary of Greek